επαγώγιμος

επαγώγιμος
-η, -ο
1.που γίνεται ή μπορεί να γίνει με επαγωγή (βλ. λ.).
2. το ουδ. ως ουσ., επαγώγιμο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επαγώγιμος — η, ο (Α ἐπαγώγιμος, ον) [επαγωγή] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή μπορεί να γίνει με επαγωγή 2. το ουδ. ως ουσ. (ηλεκτρ.) το επαγώγιμο ή επαγόμενο το μέρος τών ηλεκτρικών μηχανών στο οποίο παράγεται εξ επαγωγής μια ηλεκτρεγερτική δύναμη ικανή να… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαγωγίμους — ἐπαγώγιμος imported masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”